- καμίνευση
- η [καμινεύω]η κατεργασία μεταλλευμάτων ή άλλων υλικών σε κάμινο, το καμίνευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek
ανακαμίνευση — η η εκ νέου καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαμινεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] … Dictionary of Greek
ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] … Dictionary of Greek
ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… … Dictionary of Greek
καμινεία — η (Α καμινεία) [καμινεύω] η εργασία που γίνεται με το χωνευτικό καμίνι, καμίνευση* … Dictionary of Greek
καμινευτικός — ή, ὁ (Α καμινευτικός, ή, όν) [καμινεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων … Dictionary of Greek
μαντέμι — το 1. κάθε ορυκτό που περιέχει μέταλλο για καμίνευση, μετάλλευμα 2. ο χυτοσίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maden] … Dictionary of Greek
όπτηση — (Α ὄπτησις) [οπτώ] ψήσιμο στη φωτιά, σε αντιδιαστολή προς την έψηση, προς το βράσιμο αρχ. 1. ψήσιμο τού ψωμιού στον κλίβανο 2. καμίνευση πήλινων αγγείων 3. (για χυμούς) υπερθέρμανση … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… … Dictionary of Greek
ασβέστης — ασβέστης, ο και ασβέστη, η και ασβέστι, το σώμα λευκό, που γίνεται με την καμίνευση των ασβεστόλιθων, το οποίο χρησιμοποιείται στην οικοδομική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)